αποστέλλων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αποστέλλων | η | αποστέλλουσα | το | αποστέλλον |
γενική | του | αποστέλλοντος & αποστέλλοντα1 |
της | αποστέλλουσας & αποστελλούσης* |
του | αποστέλλοντος |
αιτιατική | τον | αποστέλλοντα | την | αποστέλλουσα | το | αποστέλλον |
κλητική | αποστέλλων | αποστέλλουσα | αποστέλλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αποστέλλοντες | οι | αποστέλλουσες | τα | αποστέλλοντα |
γενική | των | αποστελλόντων | των | αποστελλουσών | των | αποστελλόντων |
αιτιατική | τους | αποστέλλοντες | τις | αποστέλλουσες | τα | αποστέλλοντα |
κλητική | αποστέλλοντες | αποστέλλουσες | αποστέλλοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστέλλων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστέλλων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποστέλλω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποστέλλων
- (λόγιο) που αποστέλλει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστέλλων
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'απάδων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)