αποστέλλων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποστέλλων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστέλλων η αποστέλλουσα το αποστέλλον
      γενική του αποστέλλοντος
αποστέλλοντα1
της αποστέλλουσας
αποστελλούσης*
του αποστέλλοντος
    αιτιατική τον αποστέλλοντα την αποστέλλουσα το αποστέλλον
     κλητική αποστέλλων αποστέλλουσα αποστέλλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστέλλοντες οι αποστέλλουσες τα αποστέλλοντα
      γενική των αποστελλόντων των αποστελλουσών των αποστελλόντων
    αιτιατική τους αποστέλλοντες τις αποστέλλουσες τα αποστέλλοντα
     κλητική αποστέλλοντες αποστέλλουσες αποστέλλοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστέλλων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστέλλων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποστέλλω

Μετοχή[επεξεργασία]

αποστέλλων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]