αράδωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αράδωτος | η | αράδωτη | το | αράδωτο |
γενική | του | αράδωτου | της | αράδωτης | του | αράδωτου |
αιτιατική | τον | αράδωτο | την | αράδωτη | το | αράδωτο |
κλητική | αράδωτε | αράδωτη | αράδωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αράδωτοι | οι | αράδωτες | τα | αράδωτα |
γενική | των | αράδωτων | των | αράδωτων | των | αράδωτων |
αιτιατική | τους | αράδωτους | τις | αράδωτες | τα | αράδωτα |
κλητική | αράδωτοι | αράδωτες | αράδωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈɾa.ðo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρά‐δω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αράδωτος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αράδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αράδωτος
→ δείτε τις λέξεις αρίγωτος και αχαράκωτος |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αράδωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας