αραξοβολημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αραξοβολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αραξοβολώ
Μετοχή
[επεξεργασία]αραξοβολημένος, -η, -ο
- που έχει αραξοβολήσει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραξοβολημένος
|