αρρωστοφοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρρωστοφοβικός < αρρωστοφοβ(ία) + -ικός. Μορφολογικά, άρρωστ(ος) + -ο- + φοβικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρρωστοφοβικός
- (ψυχιατρική) λιγότερο επίσημος όρος για το νοσοφοβικός
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις άρρωστος και φόβος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρρωστοφοβικός
|