ασίγαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ασίγαστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να σιγήσει, να καταπραϋνθεί, άσβεστος
- ασίγαστος πόθος, ασίγαστο μίσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασίγαστος