ασουλούπωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασουλούπωτος < α- + σουλουπώ(νω) + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ασουλούπωτος, -η, -ο
- (για άνθρωπο) που δεν έχει καλοσχηματισμένο σώμα με αρμονικές αναλογίες
- (για άνθρωπο) χωρίς προσεγμένη εμφάνιση, κακοντυμένος
- (για ρούχο) κακοραμμένος, άκομψος, αταίριαστος με τις σωματικές αναλογίες αυτού που τον φοράει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασουλούπωτα
- → δείτε τη λέξη σουλούπι