ασυμφιλίωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυμφιλίωτος < α- στερητικό + συμφιλιώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυμφιλίωτος, -η, -ο
- που δεν έχει συμφιλιωθεί
- που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί
- (μεταφορικά) που δεν μπορεί να συνηθίσει σε κάτι ή κάποιον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυμφιλίωτος