αυγουλομάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αυγουλομάτης | η | αυγουλομάτα | το | αυγουλομάτικο |
γενική | του | αυγουλομάτη | της | αυγουλομάτας | του | αυγουλομάτικου |
αιτιατική | τον | αυγουλομάτη | την | αυγουλομάτα | το | αυγουλομάτικο |
κλητική | αυγουλομάτη | αυγουλομάτα | αυγουλομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αυγουλομάτηδες | οι | αυγουλομάτες | τα | αυγουλομάτικα |
γενική | των | αυγουλομάτηδων | — | των | αυγουλομάτικων | |
αιτιατική | τους | αυγουλομάτηδες | τις | αυγουλομάτες | τα | αυγουλομάτικα |
κλητική | αυγουλομάτηδες | αυγουλομάτες | αυγουλομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vɣu.loˈma.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγου‐λο‐μά‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυγουλομάτης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυγουλομάτης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αβγουλομάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)