αυξομειωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυξομειωμένος η αυξομειωμένη το αυξομειωμένο
      γενική του αυξομειωμένου της αυξομειωμένης του αυξομειωμένου
    αιτιατική τον αυξομειωμένο την αυξομειωμένη το αυξομειωμένο
     κλητική αυξομειωμένε αυξομειωμένη αυξομειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυξομειωμένοι οι αυξομειωμένες τα αυξομειωμένα
      γενική των αυξομειωμένων των αυξομειωμένων των αυξομειωμένων
    αιτιατική τους αυξομειωμένους τις αυξομειωμένες τα αυξομειωμένα
     κλητική αυξομειωμένοι αυξομειωμένες αυξομειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αυξομειωμένος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]