αυταπάρνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυταπάρνηση < καθαρεύουσα αὐταπάρνησις < αυτ(ο)- + απαρνούμαι (απαρνη-) + -ση και μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-denial[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /af.taˈpaɾ.ni.si/
- συλλαβισμός : αυ‐τα‐πάρ‐νη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυταπάρνηση θηλυκό
- το να απαρνιέται κάποιος τον εαυτό του για τους άλλους, να θυσιάζει τα συμφέροντα του για καλό σκοπό
- ※ Οἱ λόγιοι, καθὰ σπανιότεροι, ἀπελάμβανον μεγαλειτέρας τότε τιμῆς, ἦσαν δ' ἐν γένει τῆς τοιαύτης τιμῆς ἄξιοι, διότι ἐγνώριζον καλῶς ὅσα ἐπηγγέλλοντο ὅτι γνωρίζουν, καὶ εἰργάζοντο μετ’ αὐταπαρνήσεως πρὸς φωτισμὸν τοῦ Γένους. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, κεφάλαιο Γ΄, 1879)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυταπάρνηση
[επεξεργασία]
- ↑ «αυταπάρνηση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)