αυτοκίνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκίνηση οι αυτοκινήσεις
      γενική της αυτοκίνησης* των αυτοκινήσεων
    αιτιατική την αυτοκίνηση τις αυτοκινήσεις
     κλητική αυτοκίνηση αυτοκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκίνηση < ελληνιστική κοινή αὐτοκίνησις / αὐτοκινησία < αρχαία ελληνική αὐτός + κινέω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική autokinesis[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοκίνηση θηλυκό

  1. κίνηση που δίνεται από εγγενείς δυνάμεις, χωρίς εξωτερική ώθηση
  2. οτιδήποτε σχετίζεται με τα αυτοκίνητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αυτοκίνησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)