αφατρίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφατρίαστος < α- + φατριάζ(ω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.faˈtɾi.a.stos/
Επίθετο[επεξεργασία]
αφατρίαστος
- που δεν έχει αναμειχθεί ή ανακατευτεί σε φατρίες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φατρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφατρίαστος