απροσωπόληπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπροσωπόληπτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσωπόληπτος η απροσωπόληπτη το απροσωπόληπτο
      γενική του απροσωπόληπτου της απροσωπόληπτης του απροσωπόληπτου
    αιτιατική τον απροσωπόληπτο την απροσωπόληπτη το απροσωπόληπτο
     κλητική απροσωπόληπτε απροσωπόληπτη απροσωπόληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσωπόληπτοι οι απροσωπόληπτες τα απροσωπόληπτα
      γενική των απροσωπόληπτων των απροσωπόληπτων των απροσωπόληπτων
    αιτιατική τους απροσωπόληπτους τις απροσωπόληπτες τα απροσωπόληπτα
     κλητική απροσωπόληπτοι απροσωπόληπτες απροσωπόληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απροσωπόληπτος < (ελληνιστική κοινήἀπροσωπόληπτος < ἀ- + προσωπολήπτης < αρχαία ελληνική πρόσωπον + λαμβάνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pɾo.soˈpo.li.ptos/

Επίθετο[επεξεργασία]

απροσωπόληπτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]