αφυλετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αφυλετικός
- o άεθνος, αυτός που ιδεολογικά δεν αυτοκατατάσσεται σε φυλή, αυτός που δεν αποδέχεται τις φυλές
- τα άτομα "μικτής φυλής" δεν είναι αναγκαστικά ιδεολογικά αφυλετικά,
η πολυεθνική καταγωγή αφορά βιολογική περιγραφή, κι όχι φιλοσοφική στάση
- τα άτομα "μικτής φυλής" δεν είναι αναγκαστικά ιδεολογικά αφυλετικά,
- ορφανό παιδί σε πολυφυλετική χώρα που δεν έχει καταγραφεί σε φυλή (καταγράφεται ως "άλλο")