αχρείαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχρείαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αχρείαστος, -η, -ο
- που δεν είναι αναγκαίος ή χρήσιμος
- (κυρίως σε εκφράσεις όπως: αχρείαστος να 'ναι) που ευχόμαστε να μη μας χρειαστεί
- δεν παίρνεις καλού κακού και κάνα φράγκο μαζί σου; Αχρείαστο να 'ναι...
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- χρειαζούμενος (προφορικό)