αἰπόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αιπόλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰπόλος οἱ αἰπόλοι
      γενική τοῦ αἰπόλου τῶν αἰπόλων
      δοτική τῷ αἰπόλ τοῖς αἰπόλοις
    αιτιατική τὸν αἰπόλον τοὺς αἰπόλους
     κλητική ! αἰπόλε αἰπόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰπόλω
γεν-δοτ τοῖν  αἰπόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

αἰπόλος < αἰ- (θέμα αἰ(γ-) του αἴξ) + -πόλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αἰπόλος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

με κράση:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

αἰπόλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αἰπόλος, -ου αρσενικό [1]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αἰπόλος -  Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).

Πηγές[επεξεργασία]