αἱμύλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αἱμύλος αἱμύλη
αἱμύλος
τὸ αἱμύλον
      γενική τοῦ αἱμύλου τῆς αἱμύλης
αἱμύλου
τοῦ αἱμύλου
      δοτική τῷ αἱμύλ τῇ αἱμύλ
αἱμύλ
τῷ αἱμύλ
    αιτιατική τὸν αἱμύλον τὴν αἱμύλην
αἱμύλον
τὸ αἱμύλον
     κλητική ! αἱμύλε αἱμύλη
αἱμύλε
αἱμύλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αἱμύλοι αἱ αἱμύλαι
αἱμύλοι
τὰ αἱμύλ
      γενική τῶν αἱμύλων τῶν αἱμύλων
αἱμύλων
τῶν αἱμύλων
      δοτική τοῖς αἱμύλοις ταῖς αἱμύλαις
αἱμύλοις
τοῖς αἱμύλοις
    αιτιατική τοὺς αἱμύλους τὰς αἱμύλᾱς
αἱμύλους
τὰ αἱμύλ
     κλητική ! αἱμύλοι αἱμύλαι
αἱμύλοι
αἱμύλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἱμύλω τὼ αἱμύλ
αἱμύλω
τὼ αἱμύλω
      γεν-δοτ τοῖν αἱμύλοιν τοῖν αἱμύλαιν
αἱμύλοιν
τοῖν αἱμύλοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἱμύλος < + -ύλος λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αἱμύλος, -η, -ον ή -ος, -ος, -ον

  1. ο επαινετικός
  2. ο πανούργος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]