βαθυκάστανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθυκάστανος η βαθυκάστανη το βαθυκάστανο
      γενική του βαθυκάστανου της βαθυκάστανης του βαθυκάστανου
    αιτιατική τον βαθυκάστανο τη βαθυκάστανη το βαθυκάστανο
     κλητική βαθυκάστανε βαθυκάστανη βαθυκάστανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθυκάστανοι οι βαθυκάστανες τα βαθυκάστανα
      γενική των βαθυκάστανων των βαθυκάστανων των βαθυκάστανων
    αιτιατική τους βαθυκάστανους τις βαθυκάστανες τα βαθυκάστανα
     κλητική βαθυκάστανοι βαθυκάστανες βαθυκάστανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθυκάστανος < βαθυ- + καστανός + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.θiˈka.sta.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐θυ‐κά‐στα‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

βαθυκάστανος, -η, -ο

  • (σπάνιο) που έχει ένα βαθύ / έντονο καστανό χρώμα
    ※  Στο κάτω δεξιό άκρο της εικόνας διαβάζουμε: “Χεὶρ Ἰωάννου τοῦ ἱερέως …Σ…”, με φθαρμένα ερυθρά γράμματα πάνω σε βαθυκάστανο βάθος. (Εύη Σαμπανίκου, «Φορητές εικόνες του 17ου αιώνα του “Ἱερέα Ἰωάννη ἐκ χώρας Σταγῶν” στα Μετέωρα», Τρικαλινά, 20 (2000) 342)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]