βαραθρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαραθρωμένος η βαραθρωμένη το βαραθρωμένο
      γενική του βαραθρωμένου της βαραθρωμένης του βαραθρωμένου
    αιτιατική τον βαραθρωμένο τη βαραθρωμένη το βαραθρωμένο
     κλητική βαραθρωμένε βαραθρωμένη βαραθρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαραθρωμένοι οι βαραθρωμένες τα βαραθρωμένα
      γενική των βαραθρωμένων των βαραθρωμένων των βαραθρωμένων
    αιτιατική τους βαραθρωμένους τις βαραθρωμένες τα βαραθρωμένα
     κλητική βαραθρωμένοι βαραθρωμένες βαραθρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαραθρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαραθρώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

βαραθρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει πέσει ή ριχτεί σε βάραθρο
  2. (μεταφορικά) κατεστραμμένος, χαντακωμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]