βαραθρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαραθρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαραθρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
βαραθρωμένος, -η, -ο
- που έχει πέσει ή ριχτεί σε βάραθρο
- (μεταφορικά) κατεστραμμένος, χαντακωμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαραθρωμένος
|