βερέμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βερέμι | τα | βερέμια |
γενική | του | βερεμιού | των | βερεμιών |
αιτιατική | το | βερέμι | τα | βερέμια |
κλητική | βερέμι | βερέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /veˈɾe.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐ρέ‐μι
- ομόηχο: Βερέμη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βερέμι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, ιατρική) φυματίωση, φθίση, χτικιό
- (μεταφορικά, ιδιωματικό) μαράζι, θλίψη
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η κλίση στα πλευρά του καταστρώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (ναυτικός όρος)
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)