βιτσιόζικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιτσιόζικος η βιτσιόζικη το βιτσιόζικο
      γενική του βιτσιόζικου της βιτσιόζικης του βιτσιόζικου
    αιτιατική τον βιτσιόζικο τη βιτσιόζικη το βιτσιόζικο
     κλητική βιτσιόζικε βιτσιόζικη βιτσιόζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιτσιόζικοι οι βιτσιόζικες τα βιτσιόζικα
      γενική των βιτσιόζικων των βιτσιόζικων των βιτσιόζικων
    αιτιατική τους βιτσιόζικους τις βιτσιόζικες τα βιτσιόζικα
     κλητική βιτσιόζικοι βιτσιόζικες βιτσιόζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιτσιόζικος < βιτσιόζ(ος) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /viˈt͡si̯o.zi.kos/ & /viˈt͡sço.zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐τσιό‐ζι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

βιτσιόζικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]