βοσκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βοσκικός | η | βοσκική | το | βοσκικό |
γενική | του | βοσκικού | της | βοσκικής | του | βοσκικού |
αιτιατική | τον | βοσκικό | τη | βοσκική | το | βοσκικό |
κλητική | βοσκικέ | βοσκική | βοσκικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βοσκικοί | οι | βοσκικές | τα | βοσκικά |
γενική | των | βοσκικών | των | βοσκικών | των | βοσκικών |
αιτιατική | τους | βοσκικούς | τις | βοσκικές | τα | βοσκικά |
κλητική | βοσκικοί | βοσκικές | βοσκικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βοσκικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον βοσκό ή τη βοσκή ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) η τέχνη του βοσκού ή η σχετική ενασχόληση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βοσκός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοσκικός
|