γαλακτοπαραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | γαλακτοπαραγωγός | το | γαλακτοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | γαλακτοπαραγωγού | του | γαλακτοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/τη | γαλακτοπαραγωγό | το | γαλακτοπαραγωγό | ||
κλητική | γαλακτοπαραγωγέ | γαλακτοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | γαλακτοπαραγωγοί | τα | γαλακτοπαραγωγά | ||
γενική | των | γαλακτοπαραγωγών | των | γαλακτοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | γαλακτοπαραγωγούς | τα | γαλακτοπαραγωγά | ||
κλητική | γαλακτοπαραγωγοί | γαλακτοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλακτοπαραγωγός < (γάλα) γαλακτο- + -παραγωγός
Επίθετο[επεξεργασία]
γαλακτοπαραγωγός
- (επάγγελμα) ο παραγωγός γάλακτος (παλιότερα και ο βοσκός, ο τσομπάνης), ο άνθρωπος ή η μονάδα (και γαλακτοπαραγωγική)
- το ζώο που παράγει γάλα
- ↪ η σημασία της διατροφής στα γαλακτοπαραγωγά πρόβατα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλακτοπαραγωγός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- γαλακτοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εξαγωγός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γαλακτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παραγωγός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)