γεωκάλυψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωκάλυψη | οι | γεωκαλύψεις |
γενική | της | γεωκάλυψης | των | γεωκαλύψεων |
αιτιατική | τη | γεωκάλυψη | τις | γεωκαλύψεις |
κλητική | γεωκάλυψη | γεωκαλύψεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωκάλυψη < γεω-+ κάλυψη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική landcover
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝe.oˈka.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐κά‐λυ‐ψη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωκάλυψη θηλυκό
- (γεωλογία, οικολογία) οτιδήποτε (φυσικό ή τεχνητό) καλύπτει το έδαφος, την επιφάνεια της γης
- (σπάνιο) η γεωγραφική έκταση που καλύπτουν οι δραστηριότητες ενός οργανισμού ή μιας εταιρείας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωκάλυψη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γεω- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)