γιαζιτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γιαζιτζής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιαζιτζής οι γιαζιτζήδες
      γενική του γιαζιτζή των γιαζιτζήδων
    αιτιατική τον γιαζιτζή τους γιαζιτζήδες
     κλητική γιαζιτζή γιαζιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαζιτζής < πρώιμη νεοελληνική γιαζιτζῆς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ىجيزاي (τουρκική yazıcı) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝa.ziˈd͡zis/ - στα κρητικά: ΔΦΑ : /ʒa.ziˈd͡zís/
τυπογραφικός συλλαβισμός: για‐ζι‐τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιαζιτζής αρσενικό

  • (επάγγελμα, παρωχημένο) επί Τουρκοκρατίας, ο γραμματέας, ο γραφέας
    ※  18ος αιώνας Καισάριος Δαπόντες, Χρονογράφος @anemi - Σάθας, Κωνσταντίνος. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 3, σελ.44 (@books.google) [μεταγραφή σε μονοτονικό]
    Ο δε γιαζιτζῆς πέρνωντας την τοιαύτην απόκρισιν παρά του επιτρόπου, επήγε και την είπε τώ κιζλάραγα με θυμών λέγωντας, τι προσμένες πλέον, αυτός καθώς βαστά του λόγου του, θέλει τελειώσει και εμένα και εσένα
    ※  18ος αιώνας Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης. Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα. Βιβλίον Η΄ Θ΄ και Ι΄ ήτοι τα Μετά την Άλωσιν (1453-1789). (Εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς μονής του Σινά) Επιμ: αρχιμανδρίτης Γερμανός Αφθονίδης Σιναΐτης. Εν Κωνσταντινουπόλει:Τυπογρ. Ι.Α. Βρετού, 1870, σελ.537@books.google
    Ἐμήνυσεν οὖν ὁ γιαζιτζὴς τῷ Ἰζετ - πασσᾷ τὸ νὰ γένῃ Δραγομάνος ὁ Μουρούζης· δέν τὸ ἐδέχθη, εἰπὼν ὅτι ἦτον εἰς τὸ ὀρδὶ δραγομάνος, καὶ τὸν πρέπει διατί εἶναι ψωμί του

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

επώνυμα:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014