γλουρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γλουρός οἱ γλουροί
      γενική τοῦ γλουροῦ τῶν γλουρῶν
      δοτική τῷ γλουρ τοῖς γλουροῖς
    αιτιατική τὸν γλουρόν τοὺς γλουρούς
     κλητική ! γλουρέ γλουροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλουρώ
γεν-δοτ τοῖν  γλουροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλουρός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλουρός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]