γορίλλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γορίλλας οι γορίλλες
      γενική του γορίλλα των γορίλλων
    αιτιατική τον γορίλλα τους γορίλλες
     κλητική γορίλλα γορίλλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας γορίλλας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γορίλλας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gorilla < αρχαία ελληνική Γόριλλαι (φυλή τριχωτών γυναικών)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γορίλλας αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) το μεγαλύτερο εν ζωή είδος πιθήκου. Ανήκει στα πρωτεύοντα θηλαστικά. Είναι φυτοφάγος και ενδημεί στα δάση της Αφρικής.
  2. (μεταφορικά) ο σωματοφύλακας, ο μπράβος
    ήρθε συνοδευόμενος από τους γορίλλες του

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]