δέραιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δέραιον τὰ δέραι
      γενική τοῦ δεραίου τῶν δεραίων
      δοτική τῷ δεραί τοῖς δεραίοις
    αιτιατική τὸ δέραιον τὰ δέραι
     κλητική ! δέραιον δέραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεραίω
γεν-δοτ τοῖν  δεραίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέραιον < δέρ(η) + -αιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέραιον, -ου ουδέτερο

  1. (κόσμημα) περιδέραιο
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἴων, στίχ. 1431 @scaife.perseus
    δέραια παιδὶ νεογόνῳ φέρειν, τέκνον.
     συνώνυμα: ἀμφιδέραιον, δεράγχη, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, περιτραχήλιον, πλόκιον, ὅρμος, περιδέραιον, σφιγγίον
  2. (για ζώα) λαιμαργιά, περιλαίμιο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 6.1 @scaife.perseus
    κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἱμάντες, στελμονίαι· ἔστω δὲ τὰ μὲν δέραια μαλακά, πλατέα, ἵνα μὴ θραύῃ τὰς τρίχας τῶν κυνῶν, οἱ δὲ ἱμάντες ἔχοντες ἀγκύλας τῇ χειρί, ἄλλο δὲ μηδέν· οὐ γὰρ καλῶς τηροῦσι τὰς κύνας οἱ ἐξ αὐτῶν εἰργασμένοι τὰ δέραια·
     συνώνυμα: κλοιός, κυνάγχη, κυνοῦχος, λαιμοπέδα, λαιμοπέδη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]