δίγραμμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.ɣɾa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐γραμ‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
δίγραμμος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις δύο και γραμμή
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίγραμμος
|