δίρρυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίρρυτος τὸ δίρρυτον
      γενική τοῦ/τῆς διρρύτου τοῦ διρρύτου
      δοτική τῷ/τῇ διρρύτ τῷ διρρύτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίρρυτον τὸ δίρρυτον
     κλητική ! δίρρυτε δίρρυτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίρρυτοι τὰ δίρρυτ
      γενική τῶν διρρύτων τῶν διρρύτων
      δοτική τοῖς/ταῖς διρρύτοις τοῖς διρρύτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διρρύτους τὰ δίρρυτ
     κλητική ! δίρρυτοι δίρρυτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διρρύτω τὼ διρρύτω
      γεν-δοτ τοῖν διρρύτοιν τοῖν διρρύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίρρυτος < δι- + ῥυτός

Επίθετο[επεξεργασία]

δίρρυτος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]