δημοσιευθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοσιευθείς
δημοσιευθέντας
η δημοσιευθείσα το δημοσιευθέν
      γενική του δημοσιευθέντος
δημοσιευθέντα
της δημοσιευθείσας
δημοσιευθείσης*
του δημοσιευθέντος
    αιτιατική τον δημοσιευθέντα τη δημοσιευθείσα το δημοσιευθέν
     κλητική δημοσιευθείς
δημοσιευθέντα
δημοσιευθείσα δημοσιευθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοσιευθέντες οι δημοσιευθείσες τα δημοσιευθέντα
      γενική των δημοσιευθέντων των δημοσιευθεισών των δημοσιευθέντων
    αιτιατική τους δημοσιευθέντες τις δημοσιευθείσες τα δημοσιευθέντα
     κλητική δημοσιευθέντες δημοσιευθείσες δημοσιευθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσιευθείς < από την μετοχή της καθαρεύουσας δημοσιευθείς, δημοσιευθεῖσα, δημοσιευθέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος δημοσιεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

δημοσιευθείς

  • λόγια μετοχή σε σπάνια χρήση και κυρίως στον επίσημο λόγο, σχεδόν ταυτόσημη με την δημοσιευμένος, εκείνος που δημοσιεύθηκε-δημοσιοποιήθηκε-επισημοποιήθηκε κάποια στιγμή στο παρελθόν
οι δημοσιευθείσες διατάξεις
οι δημοσιευθέντες διαγωνισμοί
δημοσιευθείς στο υπ'αριθμ.830/15.10.2009 ΦΕΚ, τεύχος Γ..
...σχετικά με το δημοσιευθέν σχέδιο της Υπουργικής Απόφασης για τη συνταγογράφηση φαρμάκων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δημοσιευθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημοσιεύομαι
  2. θα δημοσιευθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημοσιεύομαι