διαδρομιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαδρομιστής αρσενικό
- (νεολογισμός) (λαϊκότροπο) άτομο που κινείται στους διαδρόμους, τους προθαλάμους και στα παρασκήνια της εξουσίας επηρεάζοντας ή απλώς συλλέγοντας πληροφορίες και επιδιώκοντας επωφελείς γνωριμίες
- Όπως μου λέει διαδρομιστής του κοινοβουλίου, ο πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων ευχαρίστως θα τον καλούσε να εμφανισθεί ενώπιον των μελών της (όπως έχει γίνει και με άλλους πρέσβεις) «αν θέλει να έρθει». (*)
- ≈ συνώνυμα: λομπίστας
- (κατ’ επέκταση) (νεολογισμός) (λαϊκότροπο) δικηγόρος που κινείται στους διαδρόμους και τους προθαλάμους των δικαστηρίων προς άγρα πελατών
- Στα δικαστήρια θα συναντήσετε υψηλά αμειβόμενους δικηγόρους, θα δείτε όμως και εκείνους που χαρακτηρίζονται «διαδρομιστές». Πρόκειται για επαγγελματίες που περνούν από τις διάφορες δικαστικές αίθουσες αναζητώντας μια υπόθεση. Μοιάζουν με «επαίτες» της όποιας υπόθεσης. Η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα του σκληρού ανταγωνισμού, και η σκέψη του κινδύνου αυτού πνίγει πολλούς νέους που πριν από 4 - 5 χρόνια μπήκαν στη σχολή με όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. (*)