διαθλασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαθλώ
Μετοχή[επεξεργασία]
διαθλασμένος, -η, -ο
- που διαθλάστηκε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθλασμένος
|