διαιτώμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]διαιτώμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διαιτώμαι
- Ορεκτικά, σαλάτες, λαχματζούν, πεϊνιρλί και γλυκά για να μοιραστείτε με την παρέα, διαιτωμένους και μη. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαιτώμενος
|