διακρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακρατικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλικά interstate ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανικά zwischenstaatlich < διά + κράτος
Επίθετο
[επεξεργασία]διακρατικός, -ή, -ό
- που γίνεται με τη συμμετοχή τουλάχιστον δύο κρατών
- (ειδικότερα) που γίνεται μεταξύ δύο κρατών