διαμετακομισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμετακομισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμετακομίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]διαμετακομισμένος, -η, -ο
- που έχει διαμετακομιστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαμετακομισμένος
|