διετηρίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διετηρίς αἱ διετηρίδες
      γενική τῆς διετηρίδος τῶν διετηρίδων
      δοτική τῇ διετηρίδ ταῖς διετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διετηρίδ τὰς διετηρίδᾰς
     κλητική ! διετηρίς* διετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  διετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διετηρίς < αρχαία ελληνική δίς + ελληνιστική κοινή ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἔτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διετηρίς θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]