διιστάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διιστάμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διϊστάμενος < διΐσταμαι. Αναλύεται σε δι- (διά) + ἱστάμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
διιστάμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διίσταμαι
- ↪ Οι διιστάμενες απόψεις δε στάθηκε δυνατό να συγκερασθούν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διιστάμενος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)