διπλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλωμένος η διπλωμένη το διπλωμένο
      γενική του διπλωμένου της διπλωμένης του διπλωμένου
    αιτιατική τον διπλωμένο τη διπλωμένη το διπλωμένο
     κλητική διπλωμένε διπλωμένη διπλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλωμένοι οι διπλωμένες τα διπλωμένα
      γενική των διπλωμένων των διπλωμένων των διπλωμένων
    αιτιατική τους διπλωμένους τις διπλωμένες τα διπλωμένα
     κλητική διπλωμένοι διπλωμένες διπλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διπλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

διπλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]