διωκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διωκτικός < ελληνιστική κοινή διωκτικός < αρχαία ελληνική διώκω
Επίθετο
[επεξεργασία]διωκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη διώκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διωκτικός
|