δυσβαρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσβαρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysbarism < αρχαία ελληνική δυσ- + βάρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσβαρισμός αρσενικό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση που προκύπτει από τις μεταβολές της πίεσης του περιβάλλοντος (π.χ. κατά την αποσυμπίεση σε αεροσκάφος, κατά την κατάδυση σε θάλασσα κ.λπ.)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βάρος