εγκλιματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκλιματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκλιματίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εγκλιματισμένος, -η, -ο
- που έχει εγκλιματιστεί, που έχει προσαρμοστεί τέλεια σε ένα νέο περιβάλλον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκλιματισμένος
|