εθνικοπατριωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθνικοπατριωτικός < εθνικ(ός) + -ο- + πατριωτικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.θni.ko.pa.tɾi.o.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θνι‐κο‐πα‐τρι‐ω‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
εθνικοπατριωτικός
- (νεολογισμός) ο σχετικός με τον πατριωτισμό ενός έθνους
- ※ Ένας «αναδυόμενος πατριωτισμός», όπως χαρακτηρίζεται από κύκλους του λεγόμενου εθνικοπατριωτικού τόξου, προβάλλει την περίοδο αυτή ως πολιτικός και ιδεολογικός αντίλογος στο μνημόνιο και στις επιταγές της τρόικας κρούοντας παράλληλα τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία των εθνικών θεμάτων. (Λ. Σταυρόπουλος, Η διακομματική «εθνικοπατριωτική συμμαχία», Το Βήμα, 30 Ιανουαρίου 2011)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθνικοπατριωτικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr