εκλαϊκευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλαϊκευτικός η εκλαϊκευτική το εκλαϊκευτικό
      γενική του εκλαϊκευτικού της εκλαϊκευτικής του εκλαϊκευτικού
    αιτιατική τον εκλαϊκευτικό την εκλαϊκευτική το εκλαϊκευτικό
     κλητική εκλαϊκευτικέ εκλαϊκευτική εκλαϊκευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλαϊκευτικοί οι εκλαϊκευτικές τα εκλαϊκευτικά
      γενική των εκλαϊκευτικών των εκλαϊκευτικών των εκλαϊκευτικών
    αιτιατική τους εκλαϊκευτικούς τις εκλαϊκευτικές τα εκλαϊκευτικά
     κλητική εκλαϊκευτικοί εκλαϊκευτικές εκλαϊκευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκλαϊκευτικός < εκλαϊκευτής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εκλαϊκευτικός

  • που έχει σχέση με την εκλαΐκευση ή αναφέρεται σ' αυτή
    κυκλοφορία εκλαϊκευτικών βιβλίων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]