εκπορνευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
εκπορνευμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκπορνεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπορνευμένος
|
εκπορνευμένος
|