εκστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκστατικός < αρχαία ελληνική ἐκστατικός < ἐξίστημι < ἵστημι
Επίθετο[επεξεργασία]
εκστατικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται σε έκσταση