εκτιμημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτιμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτιμώ, εκτιμώμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]εκτιμημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκτιμώμαι
εκτιμημένος, -η, -ο