εκτιμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτιμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτιμώ, εκτιμώμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]εκτιμημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκτιμώμαι