ελαιοκομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελαιοκομία < ελληνιστική κοινή ἐλαιοκομία < ἐλαιοκομέω < αρχαία ελληνική ἐλαία + κομέω, αναλύεται έλαι(ο) + -ο- + -κομία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαιοκομία θηλυκό
- η καλλιέργεια της ελιάς
- ο αντίστοιχος επιστημονικός κλάδος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαιοκομία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κομία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)