ενασχολημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενασχολημένος η ενασχολημένη το ενασχολημένο
      γενική του ενασχολημένου της ενασχολημένης του ενασχολημένου
    αιτιατική τον ενασχολημένο την ενασχολημένη το ενασχολημένο
     κλητική ενασχολημένε ενασχολημένη ενασχολημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενασχολημένοι οι ενασχολημένες τα ενασχολημένα
      γενική των ενασχολημένων των ενασχολημένων των ενασχολημένων
    αιτιατική τους ενασχολημένους τις ενασχολημένες τα ενασχολημένα
     κλητική ενασχολημένοι ενασχολημένες ενασχολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενασχολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενασχολούμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

ενασχολημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ενασχολούμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]