ενστιγματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενστιγματικός < εν- + στίγμα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική instinctif)
Επίθετο[επεξεργασία]
ενστιγματικός
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενστιγματικός